Θαυμασα τους “Δαιμονες” που ξανανεβηκαν στο “Παλλας”.

mg_2597Το μιούζικαλ ήταν πάντα μια υπόθεση πολύ δύσκολη για την Ελλάδα, σχεδόν «εχθρική». Θες διότι είχαμε την οπερέτα η οποία κάποτε ξέφτισε (κακώς κατά τη γνώμη μου!) οπότε κανείς δεν ήθελε να φτιάχνει «τραγουδιστές υποθέσεις»; Θες επειδή η επιθεώρηση μονοπωλούσε το ενδιαφέρον ώσπου ξέφτισε κι αυτή;

Μόνο στον κινηματογράφο  διέπρεψε το είδος κι αυτό οφείλεται στο Γιάννη Δαλιανίδη, ο οποίος κατόρθωσε το ακατόρθωτο, να φτιάξει το ελληνικό μιούζικαλ. Εμπνευσμένο από την ηθογραφία, την κωμωδία και την επιθεώρηση με τις αποθεώσεις στο φινάλε, με τύπους ελληνικούς όπου στη συνέχεια μπόρεσε κι έβαλε και τον ελληνικό ήχο, το μπουζούκι δηλαδή, κι έκανε το 100% ελληνικό μιούζικαλ.

Όμως , το θέατρο εξακολουθούσε να ανθίσταται σθεναρά. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν που τόλμησε να φέρει τα αμερικάνικα μιούζικαλ και να κάνει παραστάσεις ακριβές αλλά και προσκολλημένες στο πρότυπο της (πως αλλιώς να γινόταν;) και κατόπιν ο Βαγγέλης Λιβαδάς με τη Σμαρούλα Γιούλη.

Όμως, αυτοί απλώς τόλμησαν να πάρουν το οικονομικό ρίσκο και να φέρουν στην Ελλάδα τα αμερικάνικα και τα βρετανικά μιούζικαλ. Η δεν έπεισαν κάποιον να καθίσει να γράψει ή δεν βρέθηκε κάποιος με έργο έτοιμο, άξιο να ανεβαστεί.

Πάντως πριν 20 χρόνια, στο «Αττικόν» που για ένα διάστημα το σινεμά είχε ντυθεί θέατρο, είδαμε τους «Δαίμονες». Του Νίκου Καρβέλα (μουσική) και του Σταύρου Σιδερά (λιμπρέτο). Με κεντρική ερμηνεύτρια την Άννα Βίσση.

Το «Αττικόν» φούλαρε τότε από κόσμο κι ο υπογράφων θαμπώθηκε από την Άννα Βίσση όπου σε εκείνη την παράσταση ανακάλυψε πως εκτός από καλή τραγουδίστρια κι ωραία κοπέλα ήταν κάτι πολύ παραπάνω, πολύ περισσότερο. Τόσο ως φωνή κι ερμηνεία όσο κι ως σκηνική, τεράστια, παρουσία.

Έμενε ο Καρβέλας  και ποιος να αναγνώριζε και να παραδεχόταν πως είχε φέρει το Λονδίνο στην Ελλάδα. Ολοι πολεμούσαν με «δαίμονες», άλλοι με των προκαταλήψεων, έτεροι με των κυκλωμάτων, μερικοί με της άγνοιας. Μόνο το κοινό, έμενε ανεπηρέαστο κι ακολουθούσε κάτι που του άρεσε, σε ένα είδος που ως τότε, αλλά και μετά, θεωρείτο μη αποδοτικό για την Ελλάδα!!
Και πώς να πολεμήσεις υπέρ, όταν δεν σεβάστηκαν τον Δαλιανίδη;

Που να βρεθεί καθαρό μυαλό για τον Καρβέλα;

Μετά ήρθε η «Μάλα» κι οι αντιστάσεις κάμφθηκαν. Μερικά πράγματα γίνονται πολύ φανερά όταν επαναλαμβάνονται οπότε ο μόνος που κινδυνεύει να εκτεθεί είσαι εσύ ο ίδιος. Α, εκεί ανακαλύφθηκαν «δομικές αδυναμίες κατά την αφήγηση του μύθου» οπότε κάπως διασωζόταν κι η κριτική προκατάληψη. Διότι, χάρη στη «Μάλα», το «Παλλάς» υποχρεωνόταν πλέον να πάρει πιο σοβαρά τον εαυτό του ως θέατρο, ότι μόνο αυτό μαζί με το «Rex» (ή «Κοτοπούλη») όφειλε να αναλάβει τις ανάλογες υποχρεώσεις.

Οι «Δαίμονες» ξανανέβηκαν στο «Παλλάς».  22 χρόνια μετά.

Εχει συμβάλει και το «Παλλάς» στην ανάδειξη τους, διότι η σκηνή δεν συγκρίνεται με του «Αττικόν».
Όμως, κι αυτό είναι αμαρτωλή πρόφαση.

Η αλήθεια είναι μία:  Πως οι συντελεστές είναι εντός,  βασικά, όμως ο Καρβέλας, είχε πραγματικά μελετήσει το West End, είχε πολύ αυτό- μυηθεί στο λονδρέζικο μιούζικαλ,  είχε εγκολπωθεί  το είδος, το είχε αφομοιώσει. Αν του την είχαν στημένη στο πρώτο ανέβασμα για να του ανακαλύψουν «αντιγραφές», «λογοκλοπές» κι άλλα θεάρεστα της ελληνικής φάρας, εδώ το μόνο που καταλαβαίνει κανείς είναι πως άλλο πράγμα η επιρροή κι άλλο τα υπόλοιπα. Ολοι μας, μηδενός εξαιρουμένου, είμαστε επηρεασμένοι στη δουλειά που κάνουμε, αλλά και στη ζωή που ζούμε, από κάποιον. Αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι τον κλέβουμε ούτε ότι τον αντιγράφουμε.

Στους «Δαίμονες» είχα την εντύπωση ότι βρισκόμουν για τρεις ώρες κάπου μεταξύ West End και Broadway, κάπου μεταξύ Λονδίνου και Νέας Υόρκης αλλά «εις γλώσσαν ελληνικήν», όπου σκηνικά ( Μανώλης Παντελιδάκης), ήχοι (γιατί δεν υπογράφει συντελεστής αυτή τη σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα εργασία;), φωτισμοί (Ελευθερία Ντεκό) δεν είχαν σχέση με αυτά που ξέρουμε εδώ για το είδος.
Θαύμασα την σκηνική οικονομία, τη δομή της μουσικής σύνθεσης, το συνταίριασμα με το λιμπρέτο του Σταύρου Σιδερά (μας ξεκινά στο Μεσαίωνα με κυνήγι μαγισσών, μας μεταφέρει στο δεύτερο μέρος στη Νέα Υόρκη του σήμερα, στη μετεμψύχωση, στην εκδίκηση, στην κάθαρση), τις τρεις σειρές μπροστινών καθισμάτων που αφαιρέθηκαν για να μπει η ορχήστρα με τον σούπερ μαέστρο της, 14 άτομα μέτρησα στην ορχήστρα αλλά στην αριθμητική δεν βρίσκονται τα forte μου οπότε συγχωρέστε την προσθαφαίρεση.

Φτάνω στη Βίσση, την Άννα Βίσση. Στο «ποστάρισμα» τα φωνής της, στη σκηνική της παρουσία, στο  ωραίο της μεγάλωμα που δηλώνει την υπόσταση της. Στη «Μάλα», την είχα δει ως ντίβα, την είχα αποκαλέσει στην κριτική μου στην εφημερίδα αυτή «LA VISSI», κατά το ιταλικό.

Στους τωρινούς «Δαίμονες» βρήκα άλλη λέξη γι αυτήν, που μου φάνηκε πιο ταιριαστή με τα τωρινά: ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΔΑ! Είδα μια ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΔΑ στη σκηνή, που υποστήριζε κι υποκριτικά αυτό που τραγουδούσε.

Έρχομαι στην ανακάλυψη ή αν θέλετε στην αναγνώριση: Εβελίνα Παπούλια.

Την είχα, ίσως, πικράνει στο παρελθόν με κριτικές μου. Γιατί δεν το κάνω και τώρα; Διότι όλα αυτά για τα οποία άκουγα, τα είδα και να υπάρχουν. Τις φωνητικές και χορευτικές τις σπουδές, τις ξεχωριστές ικανότητες της, τον παλμό της, την ένταση της, το πάθος της. Θα ακουστώ σαν παλιομοδίτης δάσκαλος να της απευθύνω ένα «εύγε!»;

Έμεινα κατάπληκτος με τον βαρύτονο Νικόλαο Καραγκιαούρη στο ρόλο του ιεροεξεταστή. Τι φωνή, τι παρουσία, τι ταλέντο.

Κι ο Παναγιώτης Πετράκης με την ωραία του εμφάνιση συμπλήρωσε την καλή διανομή, ακόμα κι όταν υπερέπαιξε τα προστατευμένα από τον ήχο «δαιμονίσματα» του. Ηταν κι αυτός ένα «συν».

Οι «Δαίμονες» άνοιξαν σελίδα στο κεφάλαιο της μουσικής και θεατρικής ιστορίας που λέγεται «ελληνική ροκ όπερα»

Πηγή: Παναγιώτης Τιμογιαννάκης